αστάχωτος

αστάχωτος
-η, -ο
(για βιβλίο) ο άδετος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + σταχώ (-ώνω) «βιβλιοδετώ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ακαρίνωτος — η, ο [καρίνα] 1. αυτός που δεν έχει καρίνα (για καΐκι) 2. ο αστάχωτος, αβιβλιοδέτητος (για βιβλίο) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”